Τα τρία μεγάλα ψέματα των Ικαριωτών είναι τα εξής: πρώτον, «σήμερα, δε θα πιω», δεύτερον, «αύριο φεύγω» (απ' το νησί) και τρίτον, «άρτω», που σημαίνει «θα 'ρθω».
Αυτά αποδεικνύουν πως οι Ικαριώτες δεν έχουν και την καλύτερη σχέση με το χρόνο. Λένε πως, αν ρωτήσεις έναν Ικαριώτη «αν έχει ώρα», πιθανότατα οι απαντήσεις που θα λάβεις είναι από το «γιατί, χάπι παίρνεις;» μέχρι το «όχι, τώρα ήρθα».
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΓΙΑ
Η ώρα είναι περίπου μία το μεσημέρι και έπειτα από μια απολαυστική διαδρομή από τον Αρμενιστή, χωριό στο βόρειο τμήμα της Ικαρίας, φτάνουμε στην άγρια πλαγιά του βουνού λίγο μετά τον Χριστό Ραχών, όπου βρίσκεται το μικρό ξωκλήσι του Αγ. Ισιδώρου. Τα τραπέζια, τοποθετημένα στη βεράντα του ξωκλησιού κάτω από αυτοσχέδιες τέντες, είναι ήδη γεμάτα. Το γλέντι αρχίζει αμέσως μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, ενώ οι ντόπιοι και όσοι από τους «ξένους» έχουν ξανάρθει γνωρίζουν πως ο χώρος είναι μικρός και σπεύδουν από νωρίς να προλάβουν να πιάσουν θέση για την παρέα τους.
Η ορχήστρα προθερμαίνεται με ρεμπέτικα και λαϊκά υπό τη συνοδεία μπουζουκιού. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής, το βιολί, δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή του, αλλά μάλλον σκόπιμα, απ' ό,τι κατάλαβα αργότερα. Με μια δοξαριά ο μαέστρος μπορεί να γεμίσει τη μικρή πίστα που βρίσκεται μπροστά του και έτσι δίνει λίγο χρόνο στους πανηγυριώτες να απολαύσουν το φαγητό τους.
ΒΡΑΣΤΟ, ΨΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΑΜΝΙΟΣ ΧΟΡΟΣ
Πλάι στην ορχήστρα έχει στηθεί η κουζίνα όπου οι νοικοκυρές του νησιού κόβουν τις σαλάτες, τις πατάτες και το ζυμωτό ψωμί. Ψητό τυλιγμένο σε λαδόκολλες καταφτάνει μέσα σε μεγάλα τελάρα, ενώ σε ένα μεγάλο καζάνι ετοιμάζουν τις τηγανιές. Μπροστά στην κουζίνα σχηματίζεται ουρά και οι παραγγελίες παίρνουν φωτιά. Βραστό, ψητό, κρασί αλλά και επιδόρπιο: καρυδόπιτα, μπακλαβάς και κανταΐφι. Οι δίσκοι πηγαινοέρχονται ενώ ο ντόπιος οίνος ρέει άφθονος παντού. Οι περισσότεροι έχουν έρθει εφοδιασμένοι με το δικό τους κρασί και τα κεράσματα είναι επιβεβλημένα.
Τα έσοδα από το φαγοπότι αλλά και τη λαχειοφόρο που θα ακολουθήσει θα τα διαθέσει ο διοργανωτής πολιτιστικός σύλλογος σε κοινωφελείς και κοινωνικούς σκοπούς.
ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ
Και αφού η ώρα έχει φτάσει τρεις και όλοι σχεδόν έχουν «αποφάει», το βιολί παίρνει τη θέση του μπουζουκιού και ακούγεται η πρώτη δοξαριά. Μέσα σε δευτερόλεπτα η πίστα γεμίζει. Οι χορευτές αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον σφιχτά στους ώμους και χτυπούν αργά και βαριά τα πόδια στο έδαφος. Είναι η ώρα του ικαριώτικου, του χορού με τον οποίο εκστασιάζονται ντόπιοι και «ξένοι». Καθαρά οργανικός χορός, χωρίς στίχους, με οκτώ βήματα και πολλές παραλλαγές.
Ο βιολιτζής αυτοσχεδιάζει εναλλάσσοντας έντονους και χαλαρούς ρυθμικούς σκοπούς, δίνοντας το χρόνο σε όλους να οδηγήσουν το χορό και να κάνουν τη φιγούρα τους. Ολοι είναι όρθιοι, δεν υπάρχουν θεατές. Ακόμα και αυτοί που δεν θεωρούνται χορευταράδες σηκώνονται να ρίξουν μια στροφή. Σε παρασέρνει η δίνη των ξέφρενων χορευτών. Δεν χρειάζεται καν να ξέρεις τα βήματα, απλώς ακολουθείς με τα μάτια κλειστά και τα πόδια αφημένα στο ρυθμό του βιολιού.
Οπως λέει και ο Σταύρος, ντόπιος που ζει τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα, «όταν παίζει ο ικαριώτης κλείνω τα μάτια, ανοίγω τα αυτιά και τα πόδια ακολουθούν από μόνα τους το χορό». Οι Ικαριώτες είναι πρόθυμοι να σου δείξουν τα βήματα, αλλά εύκολα διακρίνει ακόμη και ο άπειρος τον Ικαριώτη χορευτή από τον «ξένο». Αλλωστε, μετά τα δέκα πρώτα λεπτά, μια και ένας ικαριώτικος μπορεί να διαρκέσει έως και μία ώρα, ένας-ένας οι «ξένοι» παραιτούνται και στον κύκλο παραμένουν οι ντόπιοι.
Μόλις τελειώσει ο ικαριώτικος, ακολουθεί μια έκπληξη. Τη σκυτάλη παίρνουν ρυθμικά βαλσάκια και τανγκό. Ζευγάρια κάθε ηλικίας πιάνονται από τη μέση και οι καβαλιέροι οδηγούν με ανάλαφρα βήματα. Το ρεπερτόριο συνεχίζεται με μπάλους και συρτό ώσπου να έρθει η στιγμή για τον επόμενο ικαριώτικο.
ΟΤΑΝ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΥΣ «ΓΚΡΟΥΒΑΛΟΥΣ»
Η ώρα περνάει ευχάριστα και στα διάφορα πηγαδάκια οι ιστορίες και τα χωρατά δίνουν και παίρνουν. Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία μιλούν για τις νεράιδες και τα ξωτικά του νησιού που κάποτε, σαν ήταν νέοι, συνάντησαν σε κάποια ρεματιά ή κάποιο βράδυ μέσα στο δάσος. Οι νεότεροι διηγούνται ιστορίες της καθημερινότητας του νησιού που απλώς σε κάνουν να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια!
Ενας ιδιαίτερος πανηγυριώτης κυκλοφορεί ανάμεσα στα τραπέζια και αστειεύεται με όλους τους παρευρισκομένους, ντόπιους και μη, ακόμα και με τους λιγοστούς «γκρούβαλους» του πανηγυριού (βλέπε γλωσσάρι). Είναι ο Ηλίας (κατά κόσμον Λου). Ενας ψηλός μεσήλικας, με λιγοστά μαλλιά πλεγμένα σε βοστρύχους, μακριά γένια ράστα και χαρούμενο βλέμμα. «Εδώ είναι όλοι φίλοι μου», μας λέει με καμάρι. «Τους αγαπώ και μ' αγαπούν κι αυτοί. Εχω φίλους από παντού, όποιος ξανάρχεται στο νησί, μ' αναζητά!»
ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΣΙΔΩΡΟ
Ο ήλιος αρχίζει να πέφτει και το κέφι καλά κρατεί. Το ηλιοβασίλεμα από την πλαγιά χαρίζει το χρώμα του στη γιορτινή ατμόσφαιρα. Καθώς οι ακτίνες του αιγαιοπελαγίτικου ήλιου ξεγλιστρούν μέσα απ' τα βράχια και χάνονται στη θάλασσα, οι πολύχρωμες λάμπες που είναι κρεμασμένες στα κλαδιά των δέντρων πάνω από τα τραπέζια σιγά-σιγά ανάβουν. Ενα γλυκό αεράκι κάνει αισθητή την παρουσία του μαζί με μερικά γκρίζα σύννεφα. Θορυβούμαι. Λες να βρέξει; «Μα τι κι αν βρέξει; Πέρσι της Παναγίας που έβρεξε, περάσαμε καλύτερα! Γιατί τα 'χουμε νομίζεις τα νάιλον; Μόνο για να τα στρώνουμε στα τραπέζια; Μ' αυτά θα κουκουλωθούμε και θα χορεύουμε μέχρι το πρωί», μου λέει γελώντας ο Σταύρος.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΔΩΔΕΚΑ ΤΟ ΔΟΞΑΡΙ ΠΑΙΡΝΕΙ ΦΩΤΙΑ
Τα μεσάνυχτα περνούν και όλοι συνεχίζουν να διασκεδάζουν. Ακόμα και οι γηραιότεροι στις παρέες δεν έχουν καμία διάθεση να αποχωρήσουν, αλλά κρατούν τις δυνάμεις τους για τον επόμενο ικαριώτικο. Ισως αυτό να είναι τελικά το μυστικό της μακροζωίας των κατοίκων του νησιού: κρασί, κέφι και χορός. Ζήσε τη ζωή σου χωρίς άγχος. Οι Ικαριώτες περηφανεύονται ότι περιφρονούν το χρήμα. Ανοίγουν τα μαγαζιά τους το μεσημέρι και τα κλείνουν όποτε «αποκάμουν», μπορεί και τα χαράματα.
ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΡΙΑΣ
Το νησί έχει ίσως τα περισσότερα πανηγύρια από κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας, αν το πάρεις αναλογικά με την έκτασή του. Οπου υπάρχει εκκλησία, μεγάλη ή μικρή, στο βουνό ή στη θάλασσα, χειμώνα ή καλοκαίρι, ο άγιος ή η αγία της εκκλησιάς γιορτάζεται με δόξα και τιμή. Αλλά ακόμα και τις ημέρες που δεν γίνεται κάποιο πανηγύρι, όλο και κάποια χοροεσπερίδα διοργανώνεται ή κάποιο τριήμερο γλέντι στήνεται σε κάποιο σπίτι. Οι Ικαριώτες δεν χάνουν την ευκαιρία να μαζευτούν όλοι μαζί και να πιουν, να αστειευτούν και να χορέψουν. Κι αυτό γιατί είναι μεγάλοι «ζευκαλήδες», όπως λένε και οι ίδιοι.
ΜΙΚΡΟ ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ
γκρούβαλος = όρος για τον τουρίστα που κατασκηνώνει για μήνες στη Νικαριά, κάνει επιδρομή στα φαγητά που υπάρχουν στα τραπέζια στα πανηγύρια όταν ο υπόλοιπος κόσμος χορεύει, ενώ συνηθίζει να χοροπηδά σε ρέιβ ρυθμούς κατά τη διάρκεια του ικαριώτικου
ξένος = κάθε επισκέπτης στο νησί, Ελληνας ή μη, που όμως δεν ανήκει στην κατηγορία των «γκρούβαλων» και γι' αυτό μπορεί να απολαύσει απλόχερα την ικαριώτικη φιλοξενία
ζευκαλής = ο γλεντζές, ο χορευταράς
χορατέβγω = αστειεύομαι
αντρακουρέβγομαι = στήνω καβγά
άναβ-κάταβα = πάνω-κάτω
«που να 'χεις ανάγκασμα» = «που να βρεθείς σε ανάγκη», τοπική κατάρα με βαρύνουσα σημασία, καθώς οι Ικαριώτες ποτέ δεν κάνουν κάτι γιατί πρέπει, μόνο επειδή θέλουν να το κάνουνπαραβάτης= χαϊδευτικό του... μη λογικού
ξανοίγω = νοιάζομαι για κάποιον, τον βοηθώ σε κάτι
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΓΙΑ
Η ώρα είναι περίπου μία το μεσημέρι και έπειτα από μια απολαυστική διαδρομή από τον Αρμενιστή, χωριό στο βόρειο τμήμα της Ικαρίας, φτάνουμε στην άγρια πλαγιά του βουνού λίγο μετά τον Χριστό Ραχών, όπου βρίσκεται το μικρό ξωκλήσι του Αγ. Ισιδώρου. Τα τραπέζια, τοποθετημένα στη βεράντα του ξωκλησιού κάτω από αυτοσχέδιες τέντες, είναι ήδη γεμάτα. Το γλέντι αρχίζει αμέσως μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, ενώ οι ντόπιοι και όσοι από τους «ξένους» έχουν ξανάρθει γνωρίζουν πως ο χώρος είναι μικρός και σπεύδουν από νωρίς να προλάβουν να πιάσουν θέση για την παρέα τους.
Η ορχήστρα προθερμαίνεται με ρεμπέτικα και λαϊκά υπό τη συνοδεία μπουζουκιού. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής, το βιολί, δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή του, αλλά μάλλον σκόπιμα, απ' ό,τι κατάλαβα αργότερα. Με μια δοξαριά ο μαέστρος μπορεί να γεμίσει τη μικρή πίστα που βρίσκεται μπροστά του και έτσι δίνει λίγο χρόνο στους πανηγυριώτες να απολαύσουν το φαγητό τους.
ΒΡΑΣΤΟ, ΨΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΑΜΝΙΟΣ ΧΟΡΟΣ
Πλάι στην ορχήστρα έχει στηθεί η κουζίνα όπου οι νοικοκυρές του νησιού κόβουν τις σαλάτες, τις πατάτες και το ζυμωτό ψωμί. Ψητό τυλιγμένο σε λαδόκολλες καταφτάνει μέσα σε μεγάλα τελάρα, ενώ σε ένα μεγάλο καζάνι ετοιμάζουν τις τηγανιές. Μπροστά στην κουζίνα σχηματίζεται ουρά και οι παραγγελίες παίρνουν φωτιά. Βραστό, ψητό, κρασί αλλά και επιδόρπιο: καρυδόπιτα, μπακλαβάς και κανταΐφι. Οι δίσκοι πηγαινοέρχονται ενώ ο ντόπιος οίνος ρέει άφθονος παντού. Οι περισσότεροι έχουν έρθει εφοδιασμένοι με το δικό τους κρασί και τα κεράσματα είναι επιβεβλημένα.
Τα έσοδα από το φαγοπότι αλλά και τη λαχειοφόρο που θα ακολουθήσει θα τα διαθέσει ο διοργανωτής πολιτιστικός σύλλογος σε κοινωφελείς και κοινωνικούς σκοπούς.
ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ
Και αφού η ώρα έχει φτάσει τρεις και όλοι σχεδόν έχουν «αποφάει», το βιολί παίρνει τη θέση του μπουζουκιού και ακούγεται η πρώτη δοξαριά. Μέσα σε δευτερόλεπτα η πίστα γεμίζει. Οι χορευτές αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον σφιχτά στους ώμους και χτυπούν αργά και βαριά τα πόδια στο έδαφος. Είναι η ώρα του ικαριώτικου, του χορού με τον οποίο εκστασιάζονται ντόπιοι και «ξένοι». Καθαρά οργανικός χορός, χωρίς στίχους, με οκτώ βήματα και πολλές παραλλαγές.
Ο βιολιτζής αυτοσχεδιάζει εναλλάσσοντας έντονους και χαλαρούς ρυθμικούς σκοπούς, δίνοντας το χρόνο σε όλους να οδηγήσουν το χορό και να κάνουν τη φιγούρα τους. Ολοι είναι όρθιοι, δεν υπάρχουν θεατές. Ακόμα και αυτοί που δεν θεωρούνται χορευταράδες σηκώνονται να ρίξουν μια στροφή. Σε παρασέρνει η δίνη των ξέφρενων χορευτών. Δεν χρειάζεται καν να ξέρεις τα βήματα, απλώς ακολουθείς με τα μάτια κλειστά και τα πόδια αφημένα στο ρυθμό του βιολιού.
Οπως λέει και ο Σταύρος, ντόπιος που ζει τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα, «όταν παίζει ο ικαριώτης κλείνω τα μάτια, ανοίγω τα αυτιά και τα πόδια ακολουθούν από μόνα τους το χορό». Οι Ικαριώτες είναι πρόθυμοι να σου δείξουν τα βήματα, αλλά εύκολα διακρίνει ακόμη και ο άπειρος τον Ικαριώτη χορευτή από τον «ξένο». Αλλωστε, μετά τα δέκα πρώτα λεπτά, μια και ένας ικαριώτικος μπορεί να διαρκέσει έως και μία ώρα, ένας-ένας οι «ξένοι» παραιτούνται και στον κύκλο παραμένουν οι ντόπιοι.
Μόλις τελειώσει ο ικαριώτικος, ακολουθεί μια έκπληξη. Τη σκυτάλη παίρνουν ρυθμικά βαλσάκια και τανγκό. Ζευγάρια κάθε ηλικίας πιάνονται από τη μέση και οι καβαλιέροι οδηγούν με ανάλαφρα βήματα. Το ρεπερτόριο συνεχίζεται με μπάλους και συρτό ώσπου να έρθει η στιγμή για τον επόμενο ικαριώτικο.
ΟΤΑΝ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΥΣ «ΓΚΡΟΥΒΑΛΟΥΣ»
Η ώρα περνάει ευχάριστα και στα διάφορα πηγαδάκια οι ιστορίες και τα χωρατά δίνουν και παίρνουν. Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία μιλούν για τις νεράιδες και τα ξωτικά του νησιού που κάποτε, σαν ήταν νέοι, συνάντησαν σε κάποια ρεματιά ή κάποιο βράδυ μέσα στο δάσος. Οι νεότεροι διηγούνται ιστορίες της καθημερινότητας του νησιού που απλώς σε κάνουν να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια!
Ενας ιδιαίτερος πανηγυριώτης κυκλοφορεί ανάμεσα στα τραπέζια και αστειεύεται με όλους τους παρευρισκομένους, ντόπιους και μη, ακόμα και με τους λιγοστούς «γκρούβαλους» του πανηγυριού (βλέπε γλωσσάρι). Είναι ο Ηλίας (κατά κόσμον Λου). Ενας ψηλός μεσήλικας, με λιγοστά μαλλιά πλεγμένα σε βοστρύχους, μακριά γένια ράστα και χαρούμενο βλέμμα. «Εδώ είναι όλοι φίλοι μου», μας λέει με καμάρι. «Τους αγαπώ και μ' αγαπούν κι αυτοί. Εχω φίλους από παντού, όποιος ξανάρχεται στο νησί, μ' αναζητά!»
ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΣΙΔΩΡΟ
Ο ήλιος αρχίζει να πέφτει και το κέφι καλά κρατεί. Το ηλιοβασίλεμα από την πλαγιά χαρίζει το χρώμα του στη γιορτινή ατμόσφαιρα. Καθώς οι ακτίνες του αιγαιοπελαγίτικου ήλιου ξεγλιστρούν μέσα απ' τα βράχια και χάνονται στη θάλασσα, οι πολύχρωμες λάμπες που είναι κρεμασμένες στα κλαδιά των δέντρων πάνω από τα τραπέζια σιγά-σιγά ανάβουν. Ενα γλυκό αεράκι κάνει αισθητή την παρουσία του μαζί με μερικά γκρίζα σύννεφα. Θορυβούμαι. Λες να βρέξει; «Μα τι κι αν βρέξει; Πέρσι της Παναγίας που έβρεξε, περάσαμε καλύτερα! Γιατί τα 'χουμε νομίζεις τα νάιλον; Μόνο για να τα στρώνουμε στα τραπέζια; Μ' αυτά θα κουκουλωθούμε και θα χορεύουμε μέχρι το πρωί», μου λέει γελώντας ο Σταύρος.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΔΩΔΕΚΑ ΤΟ ΔΟΞΑΡΙ ΠΑΙΡΝΕΙ ΦΩΤΙΑ
Τα μεσάνυχτα περνούν και όλοι συνεχίζουν να διασκεδάζουν. Ακόμα και οι γηραιότεροι στις παρέες δεν έχουν καμία διάθεση να αποχωρήσουν, αλλά κρατούν τις δυνάμεις τους για τον επόμενο ικαριώτικο. Ισως αυτό να είναι τελικά το μυστικό της μακροζωίας των κατοίκων του νησιού: κρασί, κέφι και χορός. Ζήσε τη ζωή σου χωρίς άγχος. Οι Ικαριώτες περηφανεύονται ότι περιφρονούν το χρήμα. Ανοίγουν τα μαγαζιά τους το μεσημέρι και τα κλείνουν όποτε «αποκάμουν», μπορεί και τα χαράματα.
ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΡΙΑΣ
Το νησί έχει ίσως τα περισσότερα πανηγύρια από κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας, αν το πάρεις αναλογικά με την έκτασή του. Οπου υπάρχει εκκλησία, μεγάλη ή μικρή, στο βουνό ή στη θάλασσα, χειμώνα ή καλοκαίρι, ο άγιος ή η αγία της εκκλησιάς γιορτάζεται με δόξα και τιμή. Αλλά ακόμα και τις ημέρες που δεν γίνεται κάποιο πανηγύρι, όλο και κάποια χοροεσπερίδα διοργανώνεται ή κάποιο τριήμερο γλέντι στήνεται σε κάποιο σπίτι. Οι Ικαριώτες δεν χάνουν την ευκαιρία να μαζευτούν όλοι μαζί και να πιουν, να αστειευτούν και να χορέψουν. Κι αυτό γιατί είναι μεγάλοι «ζευκαλήδες», όπως λένε και οι ίδιοι.
ΜΙΚΡΟ ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ
γκρούβαλος = όρος για τον τουρίστα που κατασκηνώνει για μήνες στη Νικαριά, κάνει επιδρομή στα φαγητά που υπάρχουν στα τραπέζια στα πανηγύρια όταν ο υπόλοιπος κόσμος χορεύει, ενώ συνηθίζει να χοροπηδά σε ρέιβ ρυθμούς κατά τη διάρκεια του ικαριώτικου
ξένος = κάθε επισκέπτης στο νησί, Ελληνας ή μη, που όμως δεν ανήκει στην κατηγορία των «γκρούβαλων» και γι' αυτό μπορεί να απολαύσει απλόχερα την ικαριώτικη φιλοξενία
ζευκαλής = ο γλεντζές, ο χορευταράς
χορατέβγω = αστειεύομαι
αντρακουρέβγομαι = στήνω καβγά
άναβ-κάταβα = πάνω-κάτω
«που να 'χεις ανάγκασμα» = «που να βρεθείς σε ανάγκη», τοπική κατάρα με βαρύνουσα σημασία, καθώς οι Ικαριώτες ποτέ δεν κάνουν κάτι γιατί πρέπει, μόνο επειδή θέλουν να το κάνουνπαραβάτης= χαϊδευτικό του... μη λογικού
ξανοίγω = νοιάζομαι για κάποιον, τον βοηθώ σε κάτι
http://trans.kathimerini.gr